- ομότιμος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμότιμος, -ον)αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.)νεοελλ.φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» — τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο οποίος αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίαςνεοελλ.-μσν.1. το αρσ. ως ουσ. κάθε ευγενής με κληρονομικό τίτλο2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομότιμοιοι ευγενείς τιμαριούχοι τού μεσαίωνα που μόνο τους ομοίους τους δέχονταν ως διαιτητές στην επίλυση τών διαφορών τουςαρχ.1. ισάξιος2. αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό, ισοβάθμιος3. αυτός που έχει ίσο μερίδιο με άλλον σε κάποια εξουσία («τῆς στρατηγίας ὁμότιμον ὄντα», Πλούτ.)4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) α) (στους Πέρσες) ευπατρίδες στους οποίους αποδίδονταν όμοιες τιμέςβ) τίτλος στην αυλή τών Πτολεμαίων τής Αιγύπτουγ) τίτλος τών Ρωμαίων συγκλητικών.επίρρ...ομοτίμως (ΑΜ ὁμοτίμως)με ίση τιμή ή αξίαμσν.-αρχ.σε ίσο βαθμό ή αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ισό-τιμος].
Dictionary of Greek. 2013.